Του Μιλτιάδη Κλωνιζάκη*
Πρόσφατα διαβάσαμε με αγανάκτηση την απίστευτη και παρανοϊκή απαίτηση της Τρόικας για εκκένωση των νησιών που έχουν λιγότερους από εκατόν πενήντα κατοίκους, η όποια με τον φόβο των αντιδράσεων που θα προκαλούσε διαψεύστηκε άμεσα από κυβερνητικά στελέχη, παρότι αληθινή και πολλαπλώς επιβεβαιωμένη. Η παραπάνω απαίτηση, ακόμα και σαν σκέψη, δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους τόσο αναφορικά με τους εμπνευστές της όσο και για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αφενός σε θέματα που θίγουν οικονομικά συμφέροντα της χώρας μας (Α.Ο.Ζ) και αφετέρου σε θέματα ασφάλειας αυτής (αποστρατικοποιημένες ζώνες).
Βασικό σημείο αναφοράς της υπόθεσης αυτής, είναι η «λογιστική» αντίληψη των δανειστών μας περί αντι-οικονομικών περιοχών και πόσο αυτές μπορεί να επιβαρύνουν οικονομικά μια χώρα, πράγμα που σε πολλούς από εμάς προξενεί εντύπωση αφού αντικατοπτρίζει την αντίληψη που έχουν πολλοί λαοί της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Το ζήτημα όμως λαμβάνει άλλες διαστάσεις, όταν αντιληφθεί κανείς ότι το σύνολο των νησιών που θεωρούνται «αντιοικονομικά» είναι αυτά τα οποία η Τουρκία θέτει «υπό αμφισβήτηση» τις τελευταίες δεκαετίες.
Ανατρέχοντας στα επίσημα στοιχεία του Τούρκικου Υπουργείου Εξωτερικών και ιδιαίτερα στην έκθεση που συνέταξε ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής Ναυτιλίας και Αεροπλοΐας του τουρκικού ΥΠΕΞ, Cagatay Erciyes, και δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ («Maritime Delimitation & Offshore Activities in the Eastern Mediterranean- Legal &Political Perspectives»), διαπιστώνει κανείς ότι εκεί αποτυπώνεται το απώτατο όριο της τουρκικής υφαλοκρηπίδας όπως το αντιλαμβάνεται η Άγκυρα, πράγμα που υποδηλώνει με σαφέστατο τρόπο τις πραγματικές προθέσεις της Τούρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η παραπάνω οριοθέτηση περιλαμβάνει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής υφαλοκρηπίδας πέραν εκείνης νότια του Καστελόριζου, το οποίο ο τουρκικός υπολογισμός διαγράφει σχεδόν εντελώς αναγνωρίζοντάς του μόνον χωρικά ύδατα. Στο ίδιο κείμενο μάλιστα αποτυπώνεται το νότιο όριο της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, το οποίο φθάνει ακόμη και νοτίως της Κύπρου και εμφανίζεται να συνορεύει πλέον με την αιγυπτιακή υφαλοκρηπίδα.
Αν ανατρέξουμε στα επίσημα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού για το 2011 θα διαπιστώσουμε ακριβώς ποιες είναι αυτές οι περιοχές:
Α) Περιόχη Αιγαίου Πέλάγους
- Γαιδουρονήσι 3
- Θύμαινα 140
- Αντιψαρα 3
- Πιπέρι 2
- Περιστέρα 5
- Κυρά Παναγιά Αλοννήσου 10
Β) Δωδεκάνησα
-Ψέριμος 130
-Φαρμακονησι 74
- Τέλενδος 54
- Καλόλιμνος 20
- Πλάτη 2
-Αρκοι 54
-Μάραθος 6
-Αγαθονησι 158
-Κιναρος 2
-Φαρμακονήσι 74
-Γυαλί 10
-Σαρία 22
-Λέβιθα 8
Γ) Λυβικό Πέλαγος
-Γαύδος 98
Η παραπάνω καταγραφή ίσως θεωρηθεί υπερβολική, όμως το πρόβλημα δημιουργείται εάν λάβει υπόψη του μια βασική και θεμελιώδη παράμετρο, η οποία έχει να κάνει με το τι ορίζεται ως «νησί» βάσει του νέου διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Σύμφωνα με αυτό, ως «νησί» ορίζεται το νησί το οποίο κατοικείται ή έχει οικονομική ζωή. Η διαφορά αυτού με την έννοια της βραχονησίδας είναι ότι αυτή είναι ένα μικρό και ακατοίκητο νησί χωρίς καμία οικονομική δραστηριότητα, συνήθως μικρότερο από νησίδα. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός νησιού ως βραχονησίδας είναι το αν μπορεί να διατηρηθεί επ' αυτού ανθρώπινος πληθυσμός και να αναπτυχθεί αυτόνομη οικονομική ζωή.
Η σχέση των παραπάνω με την δυνατότητα προσδιορισμού Αυτόνομης Οικονομικής Ζώνης είναι ότι βάση της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (αναφέρεται ρητά στο άρθρο 121), όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ ενός νησιού καθορίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζεται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Τα νησιά δηλαδή, δικαιούνται να έχουν ΑΟΖ αρκεί αυτό να δηλωθεί και να προσδιοριστεί. Η σημαντική διαφορά δηλαδή της νέας σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας από την προηγουμένη, είναι η έννοια της ΑΟΖ που υπερκαλύπτει αυτή της υφαλοκρηπίδας. Αυτό – όσο και αν ακούγεται παράξενο - είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, δεδομένου ότι η τελευταία δεν μπορεί να προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλει (για δεκαετίες τώρα) για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου: oτι δηλαδή τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι βρίσκονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας.
Βέβαια, για να αναγνωριστεί δικαίωμα Α.Ο.Ζ σε βραχονησίδες ή βράχους, η Σύμβαση με σαφήνεια διευκρινίζει πως αυτές θα πρέπει είτε να έχουν από μόνες τους οικονομική ζωή ή να μπορούν να συντηρήσουν από μόνοι τους ανθρώπινη διαβίωση. Αντίθετα λοιπόν με ένα νησί, ένας βράχος/βραχονησίδα δεν έχει ζώνη αποκλειστικού οικονομικού ελέγχου (Α.Ο.Ζ) ούτε και υφαλοκρηπίδα (ΥΦΑΛ), διαθέτει όμως χωρικά ύδατα και περιβάλλουσα ζώνη.
Κρίνοντας επομένως από τα παραπάνω και συσχετίζοντάς τα με τα προηγούμενα, αντιλαμβανόμαστε ότι αν πραγματοποιηθούν οι απαιτήσεις της τρόικας, που κατά περίεργο τρόπο εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Τουρκίας, η πατρίδα μας χάνει άμεσα ένα πολύ μεγάλο μέρος της αποκλειστικής οικονομικής της κυριαρχίας που μπορεί να οριστεί μέσα από την διαδικασία της Α.Ο.Ζ και δίνει μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να αποκτήσει Α.Ο.Ζ σε μια περιοχή που πρακτικά δεν έχει δικαίωμα να ορίσει.
Επίσης θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα η στιγμή κατά την οποία ρίχνονται στο τραπέζι τέτοιου είδους «ιδέες», οι οποίες παρά τους πανηγυρισμούς κάποιων για δήθεν «νίκες» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, υπενθυμίζουν και υπογραμμίζουν το γεγονός ότι δυστυχώς η πατρίδα μας είναι για τους «εταίρους» μας, μια ντε φάκτο χρεοκοπημένη και με περιορισμένη κυριαρχία χώρα.
Όμως για την ιστορία και μόνο του πράγματος καλό θα ήταν να φέρουμε στη μνήμη μας την προσπάθεια που έγινε το 1994 από τον τότε υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Εμμανουήλ Μπεντενίωτη με σκοπό την σταδιακή αξιοποίηση των βραχονησίδων (και η οποία απέχει από τη σύγχρονη αντίληψη περί «αξιοποίησης»): το πρόγραμμα αυτό προέτρεπε να δοθούν κίνητρα για να κατοικηθούν βραχονησίδες, στις οποίες θα είχαν τοποθετηθεί, εκτός του κτίσματος στο οποίο θα διέμεναν οι άνθρωποι, ένα εκκλησάκι, ένας ιστός σημαίας, μια δεξαμενή υδάτων και ένα μικρό λιμανάκι, με ταυτόχρονη στήριξη της χλωρίδας και της πανίδας. Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε αμέσως την σύμφωνη γνώμη του και το συντονισμό του προγράμματος ανέλαβε ο εμπνευστής του, Μ. Μπετενιώτης. Το πρόγραμμα ξεκίνησε άμεσα και αφορούσε 18 βραχονησίδες. Το Υπουργείο Γεωργίας ανέλαβε να φέρει δέντρα, φυτά και πουλιά, με τη συμπαράσταση του Υπουργείου Αιγαίου. Από το 1994 μέχρι το 1995, το πρόγραμμα προχωρούσε ταχύτατα και μάλιστα αρκετές βραχονησίδες κατοικήθηκαν. Οι δε αιτήσεις από Έλληνες και αλλοδαπούς που ήθελαν να ζήσουν στη μέση του Αιγαίου, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Τα διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα Reuters και CNN έκαναν διθυραμβικά ρεπορτάζ για το “πανέξυπνο” αυτό πρόγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης. Το Υ.ΕΘ.Α, ανέθεσε στο ΥΠ.ΟΙΚ να ζητήσει από την ΕΕ να υπαχθεί το πρόγραμμα στα κοινοτικά προγράμματα στήριξης και η ΕΕ, έδειξε αμέσως προθυμία.
Όμως το 1996 , όπου μάλλον αλλάζουν τα ήθη της εξωτερικής μας πολιτικής (ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια), ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ενέδωσε στους εκβιασμούς των Τούρκων και, με αφορμή την κρίση των Ιμίων, και αποφάσισε τη διακοπή του προγράμματος, με τη δικαιολογία ότι, άλλα ζητήματα, κρίθηκαν δήθεν σημαντικότερα. Η εμμονή του κ. Μπεντενιώτη να συνεχιστεί το πρόγραμμα, ανάγκασε τον «κ». Σημίτη να τον θέσει εκτός κυβέρνησης. Έτσι αυτό διακόπηκε οριστικά και η Ελλάδα, εκτός των οικονομικών συνεπειών από τη διακοπή του, έχασε τη μεγάλη ευκαιρία να δημιουργήσει ένα διαφορετικό status quo στο Αιγαίο: είναι εντελώς διαφορετικό να μιλάς για ακατοίκητες βραχονησίδες και άλλο για κατοικημένα νησάκια, ενώ ταυτόχρονα, χάθηκε η ευκαιρία να είχε καταρρεύσει από τότε (και μάλιστα με κοινοτικά κονδύλια), η τουρκική επιχειρηματολογία περί γκρίζων ζωνών και να είχε ήδη ανακηρυχθεί η ΑΟΖ, από τη δεκαετία του ’90.
Η υπόθεση απαιτεί συνολική εγρήγορση. Πολλές από τις «ιδέες» της τρόικας, ενώ αρχικά προκάλεσαν τις «έντονες» αντιδράσεις από τα κόμματα του Μνημονίου, στη συνέχεια υϊοθετήθηκαν μετά βαϊων και κλάδων (βλ. «Παραχώρηση»-ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας) – οπότε δε θα πρέπει να μας προκαλέσει εντύπωση, αν και αυτή παρουσιαστεί «αναβαπτισμένη» ή με έμμεσο τρόπο στο μέλλον: το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έχει γίνει ήδη πάντως με την επικείμενη διακοπή των φορολογικών ελαφρύνσεων στους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου, ακόμα και αν αυτή η κίνηση μικρό όφελος θα έχει στα οικονομικά της χώρας.
Με τέτοιες κινήσεις, η Ελλάδα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο να χάσει μια ακόμα ευκαιρία να ξεκαθαρίσει ένα ζήτημα κομβικό για το οικονομικό της μέλλον, αφήνοντας στα χέρια της Τουρκίας το μισό Αιγαίο, συνεχίζοντας το καταστροφικό έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων όσο αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Ας ελπίσουμε μόνο να μην το κατορθώσουν...
*Μιλτιάδης Κλωνιζάκης
Μέλος Γραμματείας ΣΥ.ΡΙΖ.Α – Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο (Χανιά)
Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας
Πρόσφατα διαβάσαμε με αγανάκτηση την απίστευτη και παρανοϊκή απαίτηση της Τρόικας για εκκένωση των νησιών που έχουν λιγότερους από εκατόν πενήντα κατοίκους, η όποια με τον φόβο των αντιδράσεων που θα προκαλούσε διαψεύστηκε άμεσα από κυβερνητικά στελέχη, παρότι αληθινή και πολλαπλώς επιβεβαιωμένη. Η παραπάνω απαίτηση, ακόμα και σαν σκέψη, δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους τόσο αναφορικά με τους εμπνευστές της όσο και για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αφενός σε θέματα που θίγουν οικονομικά συμφέροντα της χώρας μας (Α.Ο.Ζ) και αφετέρου σε θέματα ασφάλειας αυτής (αποστρατικοποιημένες ζώνες).
Βασικό σημείο αναφοράς της υπόθεσης αυτής, είναι η «λογιστική» αντίληψη των δανειστών μας περί αντι-οικονομικών περιοχών και πόσο αυτές μπορεί να επιβαρύνουν οικονομικά μια χώρα, πράγμα που σε πολλούς από εμάς προξενεί εντύπωση αφού αντικατοπτρίζει την αντίληψη που έχουν πολλοί λαοί της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Το ζήτημα όμως λαμβάνει άλλες διαστάσεις, όταν αντιληφθεί κανείς ότι το σύνολο των νησιών που θεωρούνται «αντιοικονομικά» είναι αυτά τα οποία η Τουρκία θέτει «υπό αμφισβήτηση» τις τελευταίες δεκαετίες.
Ανατρέχοντας στα επίσημα στοιχεία του Τούρκικου Υπουργείου Εξωτερικών και ιδιαίτερα στην έκθεση που συνέταξε ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής Ναυτιλίας και Αεροπλοΐας του τουρκικού ΥΠΕΞ, Cagatay Erciyes, και δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ («Maritime Delimitation & Offshore Activities in the Eastern Mediterranean- Legal &Political Perspectives»), διαπιστώνει κανείς ότι εκεί αποτυπώνεται το απώτατο όριο της τουρκικής υφαλοκρηπίδας όπως το αντιλαμβάνεται η Άγκυρα, πράγμα που υποδηλώνει με σαφέστατο τρόπο τις πραγματικές προθέσεις της Τούρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η παραπάνω οριοθέτηση περιλαμβάνει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής υφαλοκρηπίδας πέραν εκείνης νότια του Καστελόριζου, το οποίο ο τουρκικός υπολογισμός διαγράφει σχεδόν εντελώς αναγνωρίζοντάς του μόνον χωρικά ύδατα. Στο ίδιο κείμενο μάλιστα αποτυπώνεται το νότιο όριο της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, το οποίο φθάνει ακόμη και νοτίως της Κύπρου και εμφανίζεται να συνορεύει πλέον με την αιγυπτιακή υφαλοκρηπίδα.
Αν ανατρέξουμε στα επίσημα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού για το 2011 θα διαπιστώσουμε ακριβώς ποιες είναι αυτές οι περιοχές:
Α) Περιόχη Αιγαίου Πέλάγους
- Γαιδουρονήσι 3
- Θύμαινα 140
- Αντιψαρα 3
- Πιπέρι 2
- Περιστέρα 5
- Κυρά Παναγιά Αλοννήσου 10
Β) Δωδεκάνησα
-Ψέριμος 130
-Φαρμακονησι 74
- Τέλενδος 54
- Καλόλιμνος 20
- Πλάτη 2
-Αρκοι 54
-Μάραθος 6
-Αγαθονησι 158
-Κιναρος 2
-Φαρμακονήσι 74
-Γυαλί 10
-Σαρία 22
-Λέβιθα 8
Γ) Λυβικό Πέλαγος
-Γαύδος 98
Η παραπάνω καταγραφή ίσως θεωρηθεί υπερβολική, όμως το πρόβλημα δημιουργείται εάν λάβει υπόψη του μια βασική και θεμελιώδη παράμετρο, η οποία έχει να κάνει με το τι ορίζεται ως «νησί» βάσει του νέου διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Σύμφωνα με αυτό, ως «νησί» ορίζεται το νησί το οποίο κατοικείται ή έχει οικονομική ζωή. Η διαφορά αυτού με την έννοια της βραχονησίδας είναι ότι αυτή είναι ένα μικρό και ακατοίκητο νησί χωρίς καμία οικονομική δραστηριότητα, συνήθως μικρότερο από νησίδα. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός νησιού ως βραχονησίδας είναι το αν μπορεί να διατηρηθεί επ' αυτού ανθρώπινος πληθυσμός και να αναπτυχθεί αυτόνομη οικονομική ζωή.
Η σχέση των παραπάνω με την δυνατότητα προσδιορισμού Αυτόνομης Οικονομικής Ζώνης είναι ότι βάση της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (αναφέρεται ρητά στο άρθρο 121), όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ ενός νησιού καθορίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζεται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Τα νησιά δηλαδή, δικαιούνται να έχουν ΑΟΖ αρκεί αυτό να δηλωθεί και να προσδιοριστεί. Η σημαντική διαφορά δηλαδή της νέας σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας από την προηγουμένη, είναι η έννοια της ΑΟΖ που υπερκαλύπτει αυτή της υφαλοκρηπίδας. Αυτό – όσο και αν ακούγεται παράξενο - είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, δεδομένου ότι η τελευταία δεν μπορεί να προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλει (για δεκαετίες τώρα) για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου: oτι δηλαδή τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι βρίσκονται πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας.
Βέβαια, για να αναγνωριστεί δικαίωμα Α.Ο.Ζ σε βραχονησίδες ή βράχους, η Σύμβαση με σαφήνεια διευκρινίζει πως αυτές θα πρέπει είτε να έχουν από μόνες τους οικονομική ζωή ή να μπορούν να συντηρήσουν από μόνοι τους ανθρώπινη διαβίωση. Αντίθετα λοιπόν με ένα νησί, ένας βράχος/βραχονησίδα δεν έχει ζώνη αποκλειστικού οικονομικού ελέγχου (Α.Ο.Ζ) ούτε και υφαλοκρηπίδα (ΥΦΑΛ), διαθέτει όμως χωρικά ύδατα και περιβάλλουσα ζώνη.
Κρίνοντας επομένως από τα παραπάνω και συσχετίζοντάς τα με τα προηγούμενα, αντιλαμβανόμαστε ότι αν πραγματοποιηθούν οι απαιτήσεις της τρόικας, που κατά περίεργο τρόπο εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Τουρκίας, η πατρίδα μας χάνει άμεσα ένα πολύ μεγάλο μέρος της αποκλειστικής οικονομικής της κυριαρχίας που μπορεί να οριστεί μέσα από την διαδικασία της Α.Ο.Ζ και δίνει μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να αποκτήσει Α.Ο.Ζ σε μια περιοχή που πρακτικά δεν έχει δικαίωμα να ορίσει.
Επίσης θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα η στιγμή κατά την οποία ρίχνονται στο τραπέζι τέτοιου είδους «ιδέες», οι οποίες παρά τους πανηγυρισμούς κάποιων για δήθεν «νίκες» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, υπενθυμίζουν και υπογραμμίζουν το γεγονός ότι δυστυχώς η πατρίδα μας είναι για τους «εταίρους» μας, μια ντε φάκτο χρεοκοπημένη και με περιορισμένη κυριαρχία χώρα.
Όμως για την ιστορία και μόνο του πράγματος καλό θα ήταν να φέρουμε στη μνήμη μας την προσπάθεια που έγινε το 1994 από τον τότε υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Εμμανουήλ Μπεντενίωτη με σκοπό την σταδιακή αξιοποίηση των βραχονησίδων (και η οποία απέχει από τη σύγχρονη αντίληψη περί «αξιοποίησης»): το πρόγραμμα αυτό προέτρεπε να δοθούν κίνητρα για να κατοικηθούν βραχονησίδες, στις οποίες θα είχαν τοποθετηθεί, εκτός του κτίσματος στο οποίο θα διέμεναν οι άνθρωποι, ένα εκκλησάκι, ένας ιστός σημαίας, μια δεξαμενή υδάτων και ένα μικρό λιμανάκι, με ταυτόχρονη στήριξη της χλωρίδας και της πανίδας. Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε αμέσως την σύμφωνη γνώμη του και το συντονισμό του προγράμματος ανέλαβε ο εμπνευστής του, Μ. Μπετενιώτης. Το πρόγραμμα ξεκίνησε άμεσα και αφορούσε 18 βραχονησίδες. Το Υπουργείο Γεωργίας ανέλαβε να φέρει δέντρα, φυτά και πουλιά, με τη συμπαράσταση του Υπουργείου Αιγαίου. Από το 1994 μέχρι το 1995, το πρόγραμμα προχωρούσε ταχύτατα και μάλιστα αρκετές βραχονησίδες κατοικήθηκαν. Οι δε αιτήσεις από Έλληνες και αλλοδαπούς που ήθελαν να ζήσουν στη μέση του Αιγαίου, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Τα διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα Reuters και CNN έκαναν διθυραμβικά ρεπορτάζ για το “πανέξυπνο” αυτό πρόγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης. Το Υ.ΕΘ.Α, ανέθεσε στο ΥΠ.ΟΙΚ να ζητήσει από την ΕΕ να υπαχθεί το πρόγραμμα στα κοινοτικά προγράμματα στήριξης και η ΕΕ, έδειξε αμέσως προθυμία.
Όμως το 1996 , όπου μάλλον αλλάζουν τα ήθη της εξωτερικής μας πολιτικής (ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια), ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ενέδωσε στους εκβιασμούς των Τούρκων και, με αφορμή την κρίση των Ιμίων, και αποφάσισε τη διακοπή του προγράμματος, με τη δικαιολογία ότι, άλλα ζητήματα, κρίθηκαν δήθεν σημαντικότερα. Η εμμονή του κ. Μπεντενιώτη να συνεχιστεί το πρόγραμμα, ανάγκασε τον «κ». Σημίτη να τον θέσει εκτός κυβέρνησης. Έτσι αυτό διακόπηκε οριστικά και η Ελλάδα, εκτός των οικονομικών συνεπειών από τη διακοπή του, έχασε τη μεγάλη ευκαιρία να δημιουργήσει ένα διαφορετικό status quo στο Αιγαίο: είναι εντελώς διαφορετικό να μιλάς για ακατοίκητες βραχονησίδες και άλλο για κατοικημένα νησάκια, ενώ ταυτόχρονα, χάθηκε η ευκαιρία να είχε καταρρεύσει από τότε (και μάλιστα με κοινοτικά κονδύλια), η τουρκική επιχειρηματολογία περί γκρίζων ζωνών και να είχε ήδη ανακηρυχθεί η ΑΟΖ, από τη δεκαετία του ’90.
Η υπόθεση απαιτεί συνολική εγρήγορση. Πολλές από τις «ιδέες» της τρόικας, ενώ αρχικά προκάλεσαν τις «έντονες» αντιδράσεις από τα κόμματα του Μνημονίου, στη συνέχεια υϊοθετήθηκαν μετά βαϊων και κλάδων (βλ. «Παραχώρηση»-ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας) – οπότε δε θα πρέπει να μας προκαλέσει εντύπωση, αν και αυτή παρουσιαστεί «αναβαπτισμένη» ή με έμμεσο τρόπο στο μέλλον: το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έχει γίνει ήδη πάντως με την επικείμενη διακοπή των φορολογικών ελαφρύνσεων στους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου, ακόμα και αν αυτή η κίνηση μικρό όφελος θα έχει στα οικονομικά της χώρας.
Με τέτοιες κινήσεις, η Ελλάδα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο να χάσει μια ακόμα ευκαιρία να ξεκαθαρίσει ένα ζήτημα κομβικό για το οικονομικό της μέλλον, αφήνοντας στα χέρια της Τουρκίας το μισό Αιγαίο, συνεχίζοντας το καταστροφικό έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων όσο αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Ας ελπίσουμε μόνο να μην το κατορθώσουν...
*Μιλτιάδης Κλωνιζάκης
Μέλος Γραμματείας ΣΥ.ΡΙΖ.Α – Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο (Χανιά)
Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου