του Μιχάλη Τζανάκη (γλωσσάρι στο τέλος)
Σύντεκνοι και συντέκνισσες,
Άφηκα τα οζά στ αόρι*, για να ρθω επαέ* να σα σε πω δυο κουβέντες και να τσ ακούσετε με προσοχή.
Θαρρώ, πως δε καταλαβαίνετε πως ούλοι οι Έλληνες δεν είναι σα κι αυτούς που ρχονται κάθε τρεις και λίγο επαέ και τους κουνείτε τα δαχτύλια, να φοβηθούνε, κι ούτε έχουμε ούλοι οι Έλληνες τον καφά* του Βενιζέλου να μας εσβερκώνετε*, όποτε σας γουστάρει και να μας ελαλείτε σα τα πρόβατα.
Κατέχομε το, πως οι κυβερνήτες μας ήτονε μπήτι* άχρηστοι κι αχαϊρευτοι και μας επαίζανε σαν τα μαϊμούνια 30 χρόνια τώρα. Κατέχομε το πώς δεν κατέχανε να μοιράσουνε δυο γαϊδάρω άχερα, κι αν τα μοιράζανε τα παίρνανε ούλα για την αφεντιά τως. Κατέχομε το πώς φταίμε κι εμείς απού τσι ψηφίζαμε τοσανά χρόνια, μα ίντα θέτε δα από πα και πέρα; Αυτά θα τα ξεκαθαρίσομε εμείς λίαν συντόμως, είναι δικοί μας λογαριασμοί.
Από τ αόρι μαθαίνω πως μόνη σας έγνοια είναι να πάρετε τα χαρθιά που σα σε χρωστούμε. Μα σεις μωρέ θέτε πια πολλά από κείνανά που μας εδώκετε. Και θαρρώ πως δε θέτε μόνο χαρθιά. Θέτε κι άλλα που δε μπορείτε μαυροκακομοίρηδες να τα πάρετε χρόνια τώρα. Τον ήλιο μωρέ θέτε, και τη θάλασσα, και τον ουρανό μας, και τα πουλιά μας, και τσι βράχους μας και το φιλότιμο μας και το γέλιο μας και τσι χορούς μας και τσι μουσικές μας και τα φαγιά μας και τσι φωνές μας. Ζηλεύετε μωρέ παράωροι* τα οζά* μου, το μιτάτο μου, την ασκομαντούρα* μου. Εκεινονά είναι το πρόβλημα σας.
Ανεμαζώνεστε επαέ ούλοι οι σφουγγοκωλάριοι* και λέτε ούλες τσι παραωριές για τσι τράπεζες και τα ομόλογα και τα σκουπιδόχαρτα σας. Και θαρρείτε πως ετουτανά τα χαρθιά είναι η πλάση κι η πρόοδος σας. Μαύρα μεσάνυχτα έχετε ούλοι σας.
Κι ύστερα λέτε πως θα μας πετάξετε όξω από την Ευρώπη. Ίντα θαρρείτε μωρέ, πως είναι εκεινηνά η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα; Πράμα δεν είναι. Και τ όνομα τζι, τσ αρχαίους έλληνες παραμυθάδες το χρωστεί. Ίντα θαρρείτε πως είναι η Ευρώπη; Οι αποικίες σας είναι απού ξεβγάλατε ούλους τσι λαούς για να τοσε παίρνετε τα χρυσάφια γή τα στρατόπεδα που ξεβγάνατε τς Οβραίους; Τον κακό σας το φλάρο… ο Παρθενώνας είναι μωρέ κι ούλα τα κλεψιμέικα* που χετε στα μουσεία σας και δείχνετε τα τσι Κινέζους. Εμείς μωρέ στα βουνά κλέφτομε τα πρόβατα να κάνομε σεϊρι* τς άλλους βοσκούς, μα δε κλέφτομε ιδέες και ιδανικά κι αξίες. Κι εμείς άμα στο χωριό ζορίζεται ένας πάμε ούλοι και προστρέχομε να τονε βοηθήσομε.
Επαέ μέσα που είστε και καλά γραμματιζούμενοι, δεν έχετε ακούσει για τον μεγάλο παραμυθά, τον Όμηρο, τσ Αισχύλους, τσι Περικλήδες, τσ Αριστοτέληδες, τσι Παλαιολόγους, τσι Μακρυγιάννηδες, τσι Παλαμάδες και τσι Θοδωράκηδες; Κατέχετε τσι ούλους, γιατί αυτοί μωρέ σας τα μάθανε τα γράμματα.
Κι οι κολόνες, μωρέ, τσι δρόμους σας κι αυτές από μας τσι πήρετε και τσι γλώσσες, μωρέ, που μιλείτε δικές μας είναι. Εγώ που δεν κατέχω γρι εγγλέζικα, σας ακούω από οψάργας* και τα μισά που λέτε ρωμέικα είναι και δεν το χαμπαριάζετε.
Από πού μωρέ θα μας σε βγάλετε; Από το σπίτι τω παππούδω σας; Να μας σε βγάλετε μωρέ, μα ν αλλάξετε όνομα και γλώσσα και να μη λέτε για δημοκρατία και φιλοσοφία. Και να βγάλετε μωρέ τσ Αφροδίτες και τσι Φειδίες απ τα μουσεία σας, να δείχνετε μωρέ τα Άουσβιτς και τσ αλυσίδες τω σκλάβων τσ Αφρικής.
Επαέ ήρθα να σα σε πω εκεινανά που οι Λουκάδες* και τα Γιωργάκια* και τ Αντωνάκια* δε σας σε λένε, γιάντα τς Αμερικές και στα Λονδίνα δεν επαίξανε Κορνάρο, δεν εμάθανε για τσι Δροσουλίτες και δεν ακούσανε τσι μπαλωθιές του Κόρακα* και του Ξωπατέρα*. Σφουγγοκωλάριοι εσπουδάσανε να ανταλλάσσουνε χαρθιά και «κουρέματα». Ίσαμε εκεια πήγανε. Και δα εβρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ. Εγώ μωρέ, έχω τα ντουφέκια τω παππούδω μου που πολεμούσανε για τα «ΟΧΙ», αυτοί λένε την αλήθεια, όχι τα ινστιτούτα σας- που γέμισε ο κόσμος από τέτοια-, και οι λέσχες σας απού ναι πιο πολλές απ τα σχολεία πια στη χώρα μου, που λένε μόνο «ΝΑΙ».
Να ρθετε μωρέ ούλοι σας στο μιτάτο* να σα σε φιλέψω, να ρθετε να πιούμε τη ρακί, να σας σε χτυπήσει μιαολιά* αέρας κρητικός, γιατί μόνο έτσιδά θα ξεξινίσετε, γιατί ανέ δείτε τα μούτρα σας, είναι όλο κακομοιριά και παραωριά.
Και μάθετε καλά, πως χωρίς τσι μπεμβέδες τσι μερσεντέδες και τσ ανοστιές που μας εταϊζετε, Ελλάδα θα υπάρχει, χωρίς τσ Αφροδίτες μας έχετε μπατιρίσει ντελόγο* και κατέχετε το καλά όσο κι εγώ. Από δα και μπρος το λοιπό, μ εμένα θα κάμετε τη διαπραγμάτευση κι όχι με τα Γιωργάκια, τα Αντωνάκια και τσι Λουκάδες. Κι εγώ δεν είμαι ο «anonymous»,να φορώ τη μουστρουχίνα* στα μούτρα μου, να μαι σαν τη μασκάρα, είμαι ο Μανούσος, ο βοσκός απ τα βουνά τσι Κρήτης.
Αόρι = βουνό
Επαέ = εδώ
Καφά = σβέρκος
Εσβερκώνετε = χτυπώ στο κεφάλι, δίνω καρπαζιά.
Μπήτι = εντελώς
Επαίζανε = κοροϊδεύανε
Παράωροι = ανόητοι
οζά = ζώα
σφουγγοκωλάριοι = καζαντζακική λέξη, γραφειοκράτες
ασκομαντούρα = μουσικό όργανο (παρόμοιο με τη σκωτζέζικη γκάιντα) που παίζουν βοσκοί της Κρήτης, κατασκευασμένο από δέρμα προβάτου.
Οψάργας = χθες αργά
Λουκάδες, και τα Γιωργάκια και τ Αντωνάκια = Λ. Παπαδήμος, μη εκλεγμένος πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, Α. Σαμαράς
Κόρακα, Ξωπατέρα = Ήρωες των κρητικών επαναστάσεων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία. Ο Μ. Κόρακας, από την Πόμπια, πήρε μέρος σε πάρα πολλά κινήματα και επαναστάσεις μέσα κι έξω από την Κρήτη και θεωρείται ένας απ τους σημαντικότερους «τουρκοφάγους» των ελληνικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Ο Ξέπαπας, ή Ξωπατέρας υπερασπίστηκε με λίγους καλόγερους , απέναντι σε ολόκληρο στρατό, το μοναστήρι της Οδηγήτριας στη Μεσαρά, μέχρι να πέσει και ο τελευταίος απ τους πολιορκημένους
Κλεψιμέικα = κλοπιμαία
κάνομε σεϊρι = κοροϊδεύουμε
μιτάτο = πετρόχτιστο καταφύγιο των βοσκών στα ορεινά της Κρήτης
μιαολιά = λιγάκι
ντελόγο = αμέσως
μουστρουχίνα = μάσκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου