Του Γιάννη Σιάτρα από το forologoumenos.gr
Υπάρχουν εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα της εκδίκασης, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, της αίτησης ακύρωσης του Συλλόγου (αλλά και άλλων φορέων) κατά του ειδικού τέλους ακινήτων;
Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 2011, ενώ οι συμπληρωματικές αιτήσεις (άλλων φορέων που κατατέθηκαν με καθυστέρηση) εκδικάστηκαν στις 13 Ιανουαρίου και ότι οι διάδικοι κατέθεσαν τα τελικά τους υπομνήματα στις 19 Ιανουαρίου 2012, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αντίθετα με ότι αρχικά εκτιμούσαμε, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να έχουμε αποτελέσματα και εξελίξεις. Και ίσως να μην έχουμε για πολύ καιρό ακόμη.
Είναι σαφές ότι, το Δικαστήριο αντιμετωπίζει μία από τις πιο δύσκολες υποθέσεις στην ιστορία του.
Είναι επίσης σαφές ότι, όσο και να πιστεύουν ορισμένοι, δε μπορεί να απορρίψει τις αιτήσεις ακύρωσης που έχουν υποβληθεί. Ο νόμος του (συνταγματολόγου) κ. Βενιζέλου, είναι τόσο εκτρωματικός, ώστε να μη μπορεί να διασωθεί, ακόμη και εάν το Δικαστήριο θα ήθελε να τον διασώσει. Γνωρίζουν όμως οι δικαστές ότι, αν δεν τον ακυρώσουν, στην ουσία ακυρώνουν τους εαυτούς τους απέναντι στην κοινωνία και την ιστορία.
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης σαφές ότι η χώρα βιώνει μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Και γνωρίζουν οι δικαστές ότι, αν ακυρώσουν το νόμο και κυρίως εάν αυτό το κάνουν σ’ αυτή τη χρονική φάση, βάζουν σε κίνδυνο τη διπλωματική προσπάθεια που καταβάλει η Κυβέρνηση για να κρατηθεί η χώρα στη ζωή.
Εκτιμώ ότι, μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα, η μόνη ενδεδειγμένη λύση που βλέπουν μπροστά τους οι δικαστές είναι η αναμονή έως ότου συμβούν δύο πράγματα: α) η ολοκλήρωση της οικονομικής διαπραγμάτευσης της χώρας με τους δανειστές της και β) η δημιουργία ενός άλλου νόμου, με άλλους μηχανισμούς, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλα τα είδη της φορολογίας ακινήτων, σε ένα μόνο φόρο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί μεν το σύστημα της φορολογίας και να μην ανατραπεί ο προϋπολογισμός των κρατικών εσόδων.
Αφού ολοκληρωθούν οι δύο αυτές βασικές εξελίξεις, ενδεχόμενα πριν από τις εκλογές, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε να ανακοινώσει την ετυμηγορία του. Εκτιμάται ότι η αίτηση ακύρωσης θα γίνει δεκτή.
Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα επιχειρήσει να δώσει μία “σολομώντεια λύση” στο πρόβλημα: η κοινωνία θα νοιώθει δικαιωμένη ότι ο αγώνας της δεν ήταν μάταιος, η Κυβέρνηση θα έχει όλο το χρόνο να νομοθετήσει μία πιο ολοκληρωμένη διαδικασία επιβολής και είσπραξης των φόρων επί των ακινήτων και το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα έχει διασωθεί και θα έχει βγει από μία πολύ δύσκολη κατάσταση.
(Σημείωση: Βεβαίως, με μία τέτοια απόφαση, θα υπάρξει μία αναστάτωση σχετικά με τα χρήματα που έχουν ήδη εισπραχθεί από τη ΔΕΗ, αλλά αυτό θα μπορούσε να λυθεί με μία διοικητική ρύθμιση).
Με μία τέτοια απόφαση, το μόνο κέρδος της κοινωνίας θα είναι η δικαίωσή της στη μάχη κατά της ΔΕΗ. Δηλαδή κατά του τρόπου που (λανθασμένα) επέλεξε η Κυβέρνηση να εισπράξει το φόρο.
Δεν θα έχει κερδίσει την ουσιαστική κατάργηση του φόρου, αφού η Κυβέρνηση θα τον επαναφέρει και θα τον επιβάλει με άλλο τρόπο.
Μία τέτοια εξέλιξη επιβεβαιώνει ένα βασικό δημοσιονομικό αξίωμα, το οποίο έχουμε αναφέρει σε πολλές περιπτώσεις: Το Κράτος έχει πάντα τη δύναμη να φορολογεί.
Όμως, παράλληλα επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βασικό ερώτημα, το οποίο ήταν και η ουσία του όλου αγώνα μας: Ποιά είναι τα όρια μέχρι τα οποία μπορεί να φορολογεί ένα Κράτος;
Επιπρόσθετα, θα επιχειρήσω να θέσω και ένα ακόμη ερώτημα: Έχει το Κράτος το δικαίωμα να φορολογεί μέχρι τα όρια της ανέχειας των πολιτών (ή ακόμη και πέρα απ’ αυτά), τη στιγμή που τα όργανά του, είτε από ανικανότητα, είτε από δόλο, δεν εφαρμόζουν ένα σύστημα δίκαιης (κατά τις επιταγές της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος) φορολόγησης;
Αυτή είναι νομίζω η ουσία της όλης υπόθεσης. Και βέβαια μπορεί ο κ. Βενιζέλος να επικαλείται τις “έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες” και την “ανάγκη σωτηρίας του Κράτους” για να επιβάλει νέους φόρους τους οποίους εισπράττει ακόμη και με παράνομες μεθόδους. Όμως, δικαιούται να το κάνει, όταν ο ίδιος, είτε λόγω της κακής λειτουργίας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, είτε από προσωπική ανεπάρκεια και κακούς πολιτικούς χειρισμούς, είτε από συνδυασμό όλων αυτών, δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και να εισπράξει τους φόρους, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές;
Κατά την άποψή μου δε δικαιούται. Όμως, την απάντηση στο ερώτημα αυτό, ούτε μπορώ, ούτε και δικαιούμαι να τη δίνω εγώ. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό, υποχρεούται να τη δώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και πολύ φοβούμαι ότι δεν θα το κάνει...
Τα νέα μέτωπα που θα ανοίξουν κατά των νέων φόρων, οι νέες προσφυγές με τις οποίες θα καταπολεμήσουμε τη νέα προσπάθεια υπερφορολόγησης από την Κυβέρνηση, σταδιακά λειτουργούν μεν, επιβάλλοντας την επαναφορά της δράσης της Κυβέρνησης μέσα στα συνταγματικά όρια, αλλά δε λύνουν την ουσία του προβλήματος. Τουλάχιστον άμεσα.
Ο αγώνας των πολιτών θα πρέπει να συνεχισθεί. Και θα συνεχίζεται για πολύ καιρό ακόμη: Αγώνας εναντίον της σπατάλης του Κράτους, εναντίον της φοροδιαφυγής και εναντίον της διαφθοράς. Έως ότου βελτιώσουμε τη λειτουργία των θεσμών και αποκτήσουμε ένα Κράτος δικαίου.
Υπάρχουν εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα της εκδίκασης, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, της αίτησης ακύρωσης του Συλλόγου (αλλά και άλλων φορέων) κατά του ειδικού τέλους ακινήτων;
Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 2011, ενώ οι συμπληρωματικές αιτήσεις (άλλων φορέων που κατατέθηκαν με καθυστέρηση) εκδικάστηκαν στις 13 Ιανουαρίου και ότι οι διάδικοι κατέθεσαν τα τελικά τους υπομνήματα στις 19 Ιανουαρίου 2012, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αντίθετα με ότι αρχικά εκτιμούσαμε, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να έχουμε αποτελέσματα και εξελίξεις. Και ίσως να μην έχουμε για πολύ καιρό ακόμη.
Είναι σαφές ότι, το Δικαστήριο αντιμετωπίζει μία από τις πιο δύσκολες υποθέσεις στην ιστορία του.
Είναι επίσης σαφές ότι, όσο και να πιστεύουν ορισμένοι, δε μπορεί να απορρίψει τις αιτήσεις ακύρωσης που έχουν υποβληθεί. Ο νόμος του (συνταγματολόγου) κ. Βενιζέλου, είναι τόσο εκτρωματικός, ώστε να μη μπορεί να διασωθεί, ακόμη και εάν το Δικαστήριο θα ήθελε να τον διασώσει. Γνωρίζουν όμως οι δικαστές ότι, αν δεν τον ακυρώσουν, στην ουσία ακυρώνουν τους εαυτούς τους απέναντι στην κοινωνία και την ιστορία.
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης σαφές ότι η χώρα βιώνει μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Και γνωρίζουν οι δικαστές ότι, αν ακυρώσουν το νόμο και κυρίως εάν αυτό το κάνουν σ’ αυτή τη χρονική φάση, βάζουν σε κίνδυνο τη διπλωματική προσπάθεια που καταβάλει η Κυβέρνηση για να κρατηθεί η χώρα στη ζωή.
Εκτιμώ ότι, μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα, η μόνη ενδεδειγμένη λύση που βλέπουν μπροστά τους οι δικαστές είναι η αναμονή έως ότου συμβούν δύο πράγματα: α) η ολοκλήρωση της οικονομικής διαπραγμάτευσης της χώρας με τους δανειστές της και β) η δημιουργία ενός άλλου νόμου, με άλλους μηχανισμούς, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλα τα είδη της φορολογίας ακινήτων, σε ένα μόνο φόρο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί μεν το σύστημα της φορολογίας και να μην ανατραπεί ο προϋπολογισμός των κρατικών εσόδων.
Αφού ολοκληρωθούν οι δύο αυτές βασικές εξελίξεις, ενδεχόμενα πριν από τις εκλογές, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε να ανακοινώσει την ετυμηγορία του. Εκτιμάται ότι η αίτηση ακύρωσης θα γίνει δεκτή.
Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας θα επιχειρήσει να δώσει μία “σολομώντεια λύση” στο πρόβλημα: η κοινωνία θα νοιώθει δικαιωμένη ότι ο αγώνας της δεν ήταν μάταιος, η Κυβέρνηση θα έχει όλο το χρόνο να νομοθετήσει μία πιο ολοκληρωμένη διαδικασία επιβολής και είσπραξης των φόρων επί των ακινήτων και το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα έχει διασωθεί και θα έχει βγει από μία πολύ δύσκολη κατάσταση.
(Σημείωση: Βεβαίως, με μία τέτοια απόφαση, θα υπάρξει μία αναστάτωση σχετικά με τα χρήματα που έχουν ήδη εισπραχθεί από τη ΔΕΗ, αλλά αυτό θα μπορούσε να λυθεί με μία διοικητική ρύθμιση).
Με μία τέτοια απόφαση, το μόνο κέρδος της κοινωνίας θα είναι η δικαίωσή της στη μάχη κατά της ΔΕΗ. Δηλαδή κατά του τρόπου που (λανθασμένα) επέλεξε η Κυβέρνηση να εισπράξει το φόρο.
Δεν θα έχει κερδίσει την ουσιαστική κατάργηση του φόρου, αφού η Κυβέρνηση θα τον επαναφέρει και θα τον επιβάλει με άλλο τρόπο.
Μία τέτοια εξέλιξη επιβεβαιώνει ένα βασικό δημοσιονομικό αξίωμα, το οποίο έχουμε αναφέρει σε πολλές περιπτώσεις: Το Κράτος έχει πάντα τη δύναμη να φορολογεί.
Όμως, παράλληλα επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βασικό ερώτημα, το οποίο ήταν και η ουσία του όλου αγώνα μας: Ποιά είναι τα όρια μέχρι τα οποία μπορεί να φορολογεί ένα Κράτος;
Επιπρόσθετα, θα επιχειρήσω να θέσω και ένα ακόμη ερώτημα: Έχει το Κράτος το δικαίωμα να φορολογεί μέχρι τα όρια της ανέχειας των πολιτών (ή ακόμη και πέρα απ’ αυτά), τη στιγμή που τα όργανά του, είτε από ανικανότητα, είτε από δόλο, δεν εφαρμόζουν ένα σύστημα δίκαιης (κατά τις επιταγές της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος) φορολόγησης;
Αυτή είναι νομίζω η ουσία της όλης υπόθεσης. Και βέβαια μπορεί ο κ. Βενιζέλος να επικαλείται τις “έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες” και την “ανάγκη σωτηρίας του Κράτους” για να επιβάλει νέους φόρους τους οποίους εισπράττει ακόμη και με παράνομες μεθόδους. Όμως, δικαιούται να το κάνει, όταν ο ίδιος, είτε λόγω της κακής λειτουργίας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, είτε από προσωπική ανεπάρκεια και κακούς πολιτικούς χειρισμούς, είτε από συνδυασμό όλων αυτών, δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και να εισπράξει τους φόρους, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές;
Κατά την άποψή μου δε δικαιούται. Όμως, την απάντηση στο ερώτημα αυτό, ούτε μπορώ, ούτε και δικαιούμαι να τη δίνω εγώ. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό, υποχρεούται να τη δώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και πολύ φοβούμαι ότι δεν θα το κάνει...
Τα νέα μέτωπα που θα ανοίξουν κατά των νέων φόρων, οι νέες προσφυγές με τις οποίες θα καταπολεμήσουμε τη νέα προσπάθεια υπερφορολόγησης από την Κυβέρνηση, σταδιακά λειτουργούν μεν, επιβάλλοντας την επαναφορά της δράσης της Κυβέρνησης μέσα στα συνταγματικά όρια, αλλά δε λύνουν την ουσία του προβλήματος. Τουλάχιστον άμεσα.
Ο αγώνας των πολιτών θα πρέπει να συνεχισθεί. Και θα συνεχίζεται για πολύ καιρό ακόμη: Αγώνας εναντίον της σπατάλης του Κράτους, εναντίον της φοροδιαφυγής και εναντίον της διαφθοράς. Έως ότου βελτιώσουμε τη λειτουργία των θεσμών και αποκτήσουμε ένα Κράτος δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου